- Μεγαρικός
- ΜεγαρικόςMegarian potterymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
Μεγαρικά — Μεγαρικός Megarian pottery neut nom/voc/acc pl Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc/acc dual Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικῶν — Μεγαρικός Megarian pottery fem gen pl Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικόν — Μεγαρικός Megarian pottery masc acc sg Μεγαρικός Megarian pottery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικαί — Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικοῖς — Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικοί — Μεγαρικός Megarian pottery masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικοῦ — Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικούς — Μεγαρικός Megarian pottery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγαρικῆς — Μεγαρικός Megarian pottery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)